Share this post

Έξω από την πόρτα μας

Ήταν ένα άρθρο που είχα γράψει περίπου δύο χρόνια πριν, σχετικά με αυτό το τραγούδι. Ένα τραγούδι που σου αφυπνίζει έντονα συναισθήματα κάθε φορά που το ακους και που δεν σου επιτρέπει να ξεχνάς το ποιός είσαι και που ανήκεις. Ένα τραγούδι διαχρονικό που όσο περνάει ο καιρός, γίνεται όλο και πιο επίκαιρο. Το προηγούμενο μου άρθρο κάπου πρέπει να χάθηκε. Κάποιοι από σας θα το ‘χουν διαβάσει. Παρ’ όλα αυτά να ‘μαι πάλι απόψε, δύο χρόνια αργότερα να το συνεχίζω. Μια τέτοια μεγάλη νύχτα ήταν και τότε, γεμάτη σκέψεις και προβληματισμούς. Από εκείνα τα βράδια που μοιάζουν ατέλειωτα, στον ίδιο ρυθμό χαμένος. Με το ίδιο τραγούδι να παίζει ξανά και ξανά και να φέρνει θύμισες του παρελθόντος στο μυαλό μου.

Την πρώτη φορά που ένιωσα την ανάγκη να γράψω, ήταν σε εκείνη τη φάση που ακους την πόρτα να χτυπάει συνέχεια. Όταν νιώθεις τόσο έντονα τον κλοιό να στενεύει. Καθώς αντιλαμβάνεσαι την στενή παρακολούθηση που γίνεται γύρω από το άτομο σου, με το που πατάς το πόδι σου στο γήπεδο. Το φταίξιμο φυσικά, δικό σου. Εσύ τους έδωσες το δικαίωμα να ανακαλύψουν την ταυτότητα σου. Πάντα ήξεραν το ποιός είσαι βέβαια, όπως και τον καθένα που συμβαδίζει δίπλα σου, αλλά δεν είχαν αυτό το κάτι που χρειάζονταν για να σκηνοθετήσουν το «έργο» τους. Μέσα σε μια από εκείνες τις στιγμές που θολώνει το μυαλό λοιπόν, ξέσπασες χωρίς να προστατευτείς απ’ αυτούς. Κάπως έτσι, άρχισε να γράφεται η μετέπειτα πορεία σου μ’ αυτούς να είναι πια μέρος της ζωής σου.

Εκεί είναι που νιώθεις πραγματικά την καταπίεση αλλά και την βρωμιά συνάμα, του συστήματος που σε περιβάλλει. Ξέρεις πλέον ότι ο δικηγόρος σου, θέλει να τα ‘χει καλά με σένα και την εισαγγελέα. Αφού δεν είχες τα πολλά λεφτά να του πλασάρεις, δεν υπήρχε λόγος να χαλάσει τις μεταξύ τους «καλές σχέσεις». Θα σε κάνει να ομολογήσεις, αφού πρώτα η εισαγγελέα τροποποιήσει τις κατηγορίες σου βάση αυτών που συμφώνησαν με το δικηγόρο σου. Κι εσύ ας ξέρεις ότι το παιχνίδι είναι στημένο, δεν μπορείς να αρνηθείς. Αφού στην αίθουσα παρουσιάζονται και κάποιοι ακατονόμαστοι σαν μάρτυρες, που κάποιοι «άλλοι» τους έβαλαν πάνω. Εσύ μπορεί να μην τους έχει ξαναδεί, ούτε αυτοί εσένα, αλλά δεν έχει σημασία. Εσύ ξέρεις ότι θα πρέπει να τους νικήσεις πάνω στο σαπισμένο ειδώλιο, που κακά τα ψέματα φαντάζει άνιση και επικίνδυνη μάχη. Ο λόγος ενός «αλήτη» στην κοινωνία μας βλέπετε, δεν μπορεί να υπερισχύσει μπροστά τους. Πόσο μάλλον όταν είναι και πολλοί, τα πράγματα είναι ακόμα πιο ζόρικα. Παράλληλα εσύ ξέρεις ότι η τσέπη σου δεν σου επιτρέπει να το πάρεις και πολύ μακριά, με τους χρυσοπληρωμένους υπερασπιστές της δήθεν δικαιοσύνης. Κάπου εδώ λοιπόν, ανοίγεις το στόμα σου και λες «παραδέχομαι» και ας μην έχεις κάνει αυτά που κατηγορήσε. Έτσι κι αλλιώς, ο δικαστής που σε έχει ενώπιον του δεν είναι αυτός που θα σου βάλει την ποινή. Θα πάρει τηλέφωνο να συμβουλευτεί εκείνους τους «άλλους», οπότε εκείνοι θα αποφασίσουν την μοίρα σου. Στην τελική, μηδαμινό ρόλο παίζει το ποιό ήταν το «έγκλημα» σου, αφού αυτό που θέλουν να σου κάνουν θα το κάνουν χωρίς να τους εμποδίσει κανένας μάλιστα.

Πάει αυτό όμως, η ζωή συνεχίζεται. Εσύ αρνήσε να κάνεις πίσω επειδή αυτοί σε ανάγκασαν και συνεχίζεις το δρόμο σου. Αλλάζοντας όμως αρκετά πράγματα που δεν θα σε αφήσουν να πέσεις πάλι θύμα στα σχέδια τους. Είτε αυτό έχει να κάνει με την εικόνα που δείχνεις προς τα έξω, είτε με τον τρόπο δράσης σου. Παραμένεις ναι μεν ο ίδιος αλλά πλέον με πολλές επιφυλάξεις δε, μιας και είσαι ήδη στο στόχαστρο τους. Έτσι, την βγάζεις με άκρως μυστικοπάθεια, ανοίγοντας το στόμα σου για να πεις μόνο αυτά που πρέπει να πεις, σκύβοντας το κεφάλι μπροστά στις κάμερες, φορώντας την κουκούλα όταν «βρίζεις» το σύστημα και ό,τι το αποτελεί και πάει λέγοντας.

Πάνω στην ατυχία σου όμως, θα ‘ρθει και η επόμενη γκάφα, η τελειωτική. Όταν εκείνο το κάτι δεν υπολόγισες καλά και δεν έκανες σωστά αυτά που έπρεπε, θα σε στριμώξουν μια και καλή αυτή τη φορά. Όπως λέει και το τραγούδι, «τότε το κάθε μέρος είχε το ρουφιάνο του, τώρα ο καθένας έχει ένα μπάτσο πάνω του», έτσι και τώρα. Έρχεται να συμβάλει στην δική σου καταδίκη και να κάνει το δικό τους «έργο» ακόμα πιο εύκολο. Μόνο που αυτή τη φορά δεν σου δίνονται περιθώρια διαφυγής. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, σ’ έχουν στήσει στο τοίχο και εσύ δε μπορείς να κάνεις απολύτως τίποτα. Όταν την προηγούμενη φορά δεν σου δόθηκαν οι ευκαιρίες να διεκδικήσεις την δικαίωση σου, πόσο μάλλον τώρα σε αυτό το σημείο! Είσαι με δεμένα χέρια στο ίδιο έργο θεατής. Γι’ αυτό αναγκάζεσαι απλά να φύγεις μακριά. Αναγκάζεσαι να εγκαταλείψεις τελικά αυτό που αγάπησες όσο τίποτα άλλο και πολέμησες για τόσα χρόνια. Δεν μπορείς να τους επιστρέψεις να σε εκμεταλλευτούν για άλλη μια φορά, για να ικανοποιήσουν το συγχυσμένο εγώ τους. Θέλουν να θυματοποιήσουν εσένα τον μικρό και ανυπεράσπιστο, για να προβάλουν έτσι προς τα έξω μια σωστή κοινωνία που προωθεί την δικαιοσύνη και την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στους πολίτες της. Κι ας μην υπάρχει ίχνος τιμιότητας και σεβασμού στην κοινωνία μας στην πραγματικότητα, κάποιοι πρέπει να την πληρώσουν για να θαφτεί βαθιά η αλήθεια. Αυτοί που την πληρώνουν πάντα, οι επαναστάτες, αυτοί που λένε τα πράγματα με το όνομα τους. Αυτοί που δεν φοβούνται να κρύψουν το πρόσωπο τους και αυτοί που κοιτάνε όλους τους ξεπεσμένους στα μάτια. Αυτούς θέλουν να συμμαζέψουν, αλλά δεν θα τα καταφέρουν γιατί πλέον γεννιούνται πολλοί.

«Γυρνάνε, έξω από τη πόρτα μας οι μπατσοι τριγυρνάνε» ξανά και ξανά. «Που να ‘ναι αυτή η παράξενη σκιά που κυνηγάνε;» Λοιπόν αδέλφια μου, κάποιοι από μας θα πρέπει να χαθούν πλέον από την επιφάνεια, γιατί τους την έχουν καλά στημένη. Δεν μπορούν να καλυφθούν άλλο πια και γι’ αυτό πρέπει να μην εμφανιστούν ξανά στα γνωστά λημέρια. Όπως και σε κάθε πόλεμο, υπάρχουν θύματα. Θα είναι όμως εκεί όταν χρειαστεί, αντίκρυ με τη φωτιά, για να πολεμήσουν πλάι με τα αδέλφια τους την αδικία και την μπόχα που μας έχει καταβάλει. Με περισσότερο μίσος αυτή τη φορά και κάθε επόμενη. Θα σκάνε πάντα νύχτα, όπου οι σκιές τους θα γίνονται ένα με το σκοτάδι και δεν θα μπορείς να τις διακρίνεις. Για να μην μπορούν να τις εντοπίσουν «αυτοί που τις κυνηγάνε». Άλλωστε, «μόνοι τους φτιάξαν τις σκιές που κυνηγάνε». Γι’ αυτό και είναι παράξενες αυτές οι σκιές. Σχηματίζονται μόνο στο σκοτάδι καμιά φορά, στο φόντο μιας φωτιάς. Μιας φωτιάς που δεν πρόκειται να σβήσει ποτέ, αλλά θα φουντώνει όλο και πιο πολύ, από τις ολοένα και περισσότερες παράξενες σκιές που θα εμφανίζονται άξαφνα από το πουθενά.

ΥΓ : Στο άρθρο δεν χρησιμοποιείται υποκείμενο σε πολλές προτάσεις, αφού αφήνεται να νοηθεί. Ωστόσο, υποκείμενο σε αυτή τη περίπτωση αποτελούν όλοι αυτοί που ανήκουν στο «σύστημα».

 

Το άρθρο αναδημοσιεύτηκε αυτούσιο από τους ULTRAS FAMAGUSTA