Share this post

Τριάντα του Γενάρη

Τριάντα του Γενάρη και ώρα έξι. Μια στιγμή ζωής για τον κάθε Ανορθωσιάτη. Η μέρα που όλοι μας περιμέναμε χρόνια και χρόνια να έρθει. Η μέρα που η ΑΝΟΡΘΩΣΙΣ μας συμπλήρωσε ένα αιώνα ζωής. Και σαν μέρα που ήταν, έπρεπε όλοι μαζί να γιορτάζουμε την μεγαλύτερη νίκη που πετύχαμε ποτέ σαν κόσμος αυτού του σωματείου. Καταφέραμε να το κρατήσουμε ζωντανό στο πέρασμα των χρόνων, μπροστά στις τόσες δυσκολίες που συνάντησε! Δυστυχώς όμως, κάποιοι δεν γιόρτασαν εκείνη την μέρα, γιατί κάποιοι άλλοι δεν τους το επέτρεψαν!

Βράδι Σαββάτου, μια μέρα πριν τα 100χρονα. Το γλέντι για μας είχε αρχίσει μέρες πριν και όλο και φούντωνε όσο πλησίαζε η μέρα. Ξαφνικά κτυπά το τηλέφωνο. Μας παίρνουν να μας πουν τα νέα: «Η ΔΣ της ΑΝΟΡΘΩΣΙΣ ανακοίνωσε οτι δεν αναγνωρίζει τους οργανωμένους». Πάγωσα. Δεν απάντησα και έκλεισα το τηλέφωνο. Αμέσως βρεθήκαμε και με τα άλλα παιδιά. Στο ήφος των προσώπων τους μπορούσες να διακρίνεις την απογοήτευση. Μέσα στην ομίχλη που σκέπασε το μυαλό μας, ένας αδελφός σηκώνεται από  την καρέκλα του και λέει: «Μάγκες, αύριο η ΑΝΟΡΘΩΣΙΣ μας κλείνει 100. Αύριο όλοι μας γιορτάζουμε. Δεν έχει κανένας το δικαίωμα να μας το στερήσει αυτό, ούτε και μεις στον κόσμο μας!». Χωρίς πολλά λόγια όλοι συμφωνήσαμε. Και έτσι ήταν το σωστό άλλωστε.

Φύγαμε και πήγαμε μετά να συνεχίσουμε το «γλέντι μας» (το γλέντι σε εισαγωγικά πια). Περνούσαν οι ώρες και συζητούσαμε, γύρω από μια φωτιά που ανάψαμε για να ζεστενόμαστε. Όχι για τα 100 χρόνια που θα έκλεινε η μεγάλη μας αγάπη αλλά για εκείνο το «γιατί». Γιατί να μην μπορούμε να γιορτάσουμε εμείς; Μετά από λίγη ώρα δεν άντεξα και σηκώθηκα και έφυγα. Δεν είχα όρεξη να «γιορτάσω».  Πήγα σπίτι και κλείστηκα στο δωμάτιο μου. Γεμάτος απορίες, γεμάτος πίκρα ξάπλωσα στο κρεβάτι μου και προσπάθησα να κοιμηθώ για να χαλαρώσω. Μάταια όμως. Η σκέψη μου πηγαινοερχόταν συνέχεια σε ένα «γιατί». Όλο το βράδι δεν έκλεισα μάτι.

Ξημέρωσε η Κυριακή, η μεγάλη μέρα. Ανθρώποι κάθε ηλικίας από κάθε γωνιά της Κύπρου και όχι μόνο, κατεύθαναν κατά χιλιάδες στο «Αντώνης Παπαδόπουλος».  Σε λίγες ώρες θα υποδεχόμασταν τον νέο αιώνα ζωής της ΑΝΟΡΘΩΣΙΣ. Και δεν γινόταν να λήψει κανένας απ’ αυτή την ιστορική μέρα. Έτσι και μεις, πήραμε το αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε για το γήπεδο. Ο αυτοκινητόδρομος ήταν μπλε εκείνη τη μέρα. Ο κόσμος της ΑΝΟΡΘΩΣΙΣ γιόρταζε. Η ΑΝΟΡΘΩΣΙΣ γιόρταζε. Παντού έβλεπες σημαίες της ομάδας και της Αμμοχώστου. Άκουγες τα κορναρίσματα των διερχομένων και τα συνθήματα που φώναζαν. Ένιωθες το γιορταστικό κλίμα που κυριαρχούσε.

Στο αυτοκίνητο μας όμως, δεν ήταν έτσι. Δεν φωνάζαμε συνθήματα ούτε κρεμάζαμε σημαίες από τα παράθυρα. Πηγαίναμε απλά στην εκδήλωση, γιατί δεν μπορούσαμε να λείψουμε. Και η χθεσινή μας συζήτηση μας συνεχιζόταν. Εκείνο το «γιατί» δεν μπορούσαμε να το κρατήσουμε μέσα μας και μεταξύ μας προσπαθούσαμε  να βρούμε την άκρη. Εγώ αμίλητος άκουγα τη συζήτηση και κοιτούσα έξω από το παράθυρο. Δεν είχα άλλη δύναμη να μιλήσω. Στο μυαλό μου γύριζαν τα λόγια που μου είπε ένας αδελφός χθες γύρω από τη φωτιά. Μεθυσμένος με βουρκωμένα μάτια μου φώναξε «Θα κάνω ό,τι χρειαστεί για να κρατήσουμε, όποιες και αν είναι οι συνέπειες. Δεν θα λυγίσουμε!».  Μετά, μέσα στη σκέψη μου, άρχισα να βλέπω μπροστά μου έναν έναν αδελφό μου. Τον οικογενειάρχη, που αμέλησε την οικογένεια του και την δουλειά του για να μας βοηθήσει τόσες φορές. Τον μεροκαματιάρη, που θυσίαζε τόσο καιρό λεφτά που είχε ανάγκη για να είναι δίπλα στην ομάδα.  Τον άλλο με τα τόσα προβλήματα, που πάντα βρίσκει χρόνο άμα τον χρειαστείς. Τον μεθυσμένο, που όπου σταθεί τραγουδά για αυτή την ομάδα. Τον άφραγκο, που δεν έχει μία και του δίνουμε και μεις από τα λίγα που έχουμε για να τον έχουμε μαζί μας. Τον αδελφό που δεν είναι τέτοια μέρα μαζί μας και μας κοιτάει από ψηλά. Τον ξενιτεμένο, που μπορεί να μην τη βγάζει με τα λίγα λεφτά που έχει αλλά έκλεισε εισιτήριο για να μην χάσει αυτή τη στιγμή. Και όλους τους άλλους που περίμεναν πως και πως αυτή την μέρα για να γιορτάσουν.

Λίγο πρωτού φτάσουμε στο γήπεδο, λύγισα. Δεν μπορούσα άλλο να κρατήσω τα αισθήματα μου και ξέσπασα σε δάκρυα. Για τα αδέλφια μου. Μπροστά στα πρόσωπα τους έβλεπα τις αμέτρητες θυσίες που έκαναν για να είναι σήμερα εδώ. Και από την άλλη άκουγα τα ασυναίσθητα λόγια κάποιων μεγάλων: «Δεν αναγνωρίζουμε τους οργανωμένους». Δεν αναγνωρίζετε τί; Την προσφορά μας τόσα χρόνια; Τις αμέτρητες θυσίες; Τον ιδρώτα μας που χύσαμε αφιλοκερδώς χρόνια τώρα, χωρίς να παραπονεθούμε ποτέ; Τα αδέλφια μαζί μου στο αυτοκίνητο γύρισαν και με κοίταξαν με απορία. Ο ένας ρώτησε «Τί έχεις ρε; Τί έπαθες;». Γύρισα τον κοίταξα στα μάτια και χωρίς να του μιλήσω, κούνησα το κεφάλι μου και του έδειξα έξω τον κόσμο που περπατούσε χαρούμενος για το γήπεδο από τη μια και από την άλλη εμάς μέσα στο αυτοκίνητο, άχαρους και σκεπτικούς. «Άσε, νομίζω κατάλαβα» μου απάντησε…

Φτάσαμε στο γήπεδο. Στην είσοδο της βόρειας σταμάτησα για λίγο και έμεινα να την χαζεύω. Βλέποντας το πέταλο ήρθαν στην μνήμη μου οι αναμνήσεις που είχα τόσα χρόνια πάνω σ’ αυτό. Άλλες καλές άλλες όχι τόσο. Αυτό το πέταλο για μερικούς έγινε σπίτι. Κάποιοι μετρούμε χρόνια. Μεγαλώσαμε στο πέταλο. Βλέποντας το θυμάσε τις μεγάλες θυσίες που έκανες για να είσαι εκεί, τις πολλές δυσκολίες που πέρασες αλλά και τις τόσες μαγικές στιγμές που έζησες. Συνέχισα και πήρα την θέση μου στην κερκίδα. Και άρχισα να τραγουδώ παρέα με τα αδέλφια μου. Παρ’όλη την πίκρα που νοιώθαμε κάναμε αυτό που ξέραμε καλύτερα. Αυτό που μάθαμε μια ζωή. Να τραγουδάμε για την ΑΝΟΡΘΩΣΙΣ. Σε λύπες σε χαρές, στο γέλιο στο δάκρι, στο μαύρο στο άσπρο.

Γύρισαν οι έξι. Η νύχτα έγινε μέρα με τα εκατοντάδες βεγγαλικά που ανάψαμε. Η φωνή μας εκείνη τη μέρα ακούστηκε μέχρι το Βαρώσι. Η ΑΝΟΡΘΩΣΙΣ μας έκλεισε 100 χρόνια ζωής. Ο περήφανος κόσμος αυτής της ομάδας ήταν εκεί. Κράτησε τη σημαία της ψηλά τόσα χρόνια. Ανάμεσα στους χιλιάδες και τα αλάνια, που φρόντιζαν σε κάθε γήπεδο που έπαιζε αυτή η ομάδα να τραγουδούν δυνατά, για να της θυμίζουν ότι ποτέ δεν θα ‘ναι μόνη. Μόνο που αυτά τα αλάνια εκείνη την μέρα δεν γιόρταζαν όπως θα άρμοζε της περίστασης. Ένιωθαν αδικημένοι και περιττοί γιατί το λιγότερο που τους άξιζε για την προσφορά τους τόσα χρόνια ήταν ο ελάχιστος σεβασμός… Συνεχίσαμε το τραγούδι μας ώσπου μείναμε μόνοι μας στο γήπεδο. Για άλλη μια φορά δείξαμε την τόση αγάπη που έχουμε για αυτή την ομάδα. Δεν χαλάσαμε την γιορτή, αλλά την στηρίξαμε. Σε κάποια φάση τα πράγματα ηρέμησαν και ήταν ώρα να φύγουμε. Και έτσι, πήραμε το δρόμο της επιστροφής.

Φεύγοντας, ένιωσα αγονοία για το αύριο αλλά και μια ελπίδα ότι θα αλλάξει κάτι. Πάντως ήμουν σίγουρος, πως ό,τι και να γίνει εμείς θα είμαστε εκεί. Δίπλα στην ΑΝΟΡΘΩΣΙΣ μας. Όπως μάθαμε από μικροί. Εμείς τα παιδιά της, τα παιδιά της Αμμοχώστου. Οι απογόνοι που θα συνεχίσουν να φωνάζουν το όνομα της ομάδας όπου σταθούν κι όπου βρεθούν, αψηφόντας κινδύνους και συνέπειες. Προς απογοήτευση μερικών, δεν θα διαλύσουμε. Και να ξέρουν ότι όσο πάει, γινόμαστε όλο και πιο δυνατοί. Γιατί πολεμώντας τόσα χρόνια, μάθαμε. Ξέρουμε πια να αντιστεκόμαστε στα ύπουλα σχέδια τους.

ΔΕΝ ΚΛΕΙΝΟΥΜΕ

Το άρθρο αναδημοσιεύτηκε αυτούσιο από τους ULTRAS FAMAGUSTA